παράδοξος

παράδοξος
παράδοξος, ον,
A contrary to expectation, incredible, π. λόγος a paradox, Pl.R.472a;

π. τε καὶ ψεῦδος Id.Plt.281a

;

παράδοξα λέγειν X.Cyr.7.2.16

;

ἂν παράδοξον εἴπω D.3.10

; ἐκ τοῦ παραδόξου καὶ παραλόγου contrary to all expectation, Id.25.32, cf. Phld.Vit.p.23 J.;

πολλὰ ποικίλλει χρόνος π. καὶ θαυμαστά Men.593

;

π. μοι τὸ πρᾶγμα Thphr.Char.1.6

;

τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ π. θηρώμενος Plu.Pomp.14

; παράδοξα Stoical paradoxes, Id.2.1060b sq.: [comp] Comp., Phld.Mus.p.72 K., Plot.4.9.2: [comp] Sup., LXX Wi.16.17. Adv.

-ξως Aeschin.2.40

, Plb.1.21.11, Dsc.4.83: [comp] Sup.

-ότατα D.C.67.11

;

-οτάτως Gal.7.876

.
II παράδοξος, title of distinguished athletes, musicians, and artists of all kinds, the Admirable, IG3.1442, 14.916, Arr.Epict.2.18.22, IGRom.4.468 (Pergam., iii A. D.), PHamb.21.3 (iv A. D.), Rev.Ét.Gr.42.434 (Delph.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παράδοξος — contrary to expectation masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… …   Dictionary of Greek

  • παράδοξος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμφωνεί με την κοινή γνώμη, που δε γίνεται δεχτός από τη κοινή αντίληψη, ο ασυνήθιστος, ο παράξενος, ο απίθανος, ο απίστευτος: Η ζωή έχει πολλά παράδοξα. Ουσ. παραδοξότητα κάθε παράδοξη περίπτωση, το παράδοξο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδοξότερον — παράδοξος contrary to expectation adverbial comp παράδοξος contrary to expectation masc acc comp sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοτέρων — παράδοξος contrary to expectation fem gen comp pl παράδοξος contrary to expectation masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξότατα — παράδοξος contrary to expectation adverbial superl παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξότατον — παράδοξος contrary to expectation masc acc superl sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδόξως — παράδοξος contrary to expectation adverbial παράδοξος contrary to expectation masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδοξον — παράδοξος contrary to expectation masc/fem acc sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοτάτη — παράδοξος contrary to expectation fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοτάτην — παράδοξος contrary to expectation fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”